- περαντικός
- περαντικόςconclusivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περαντικός — ή, όν, Α [περαίνω] αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός 2. φρ. «περαντικὸς λόγος» (φιλοσ.) είδος συλλογισμού … Dictionary of Greek
περαντικῶν — περαντικός conclusive fem gen pl περαντικός conclusive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικόν — περαντικός conclusive masc acc sg περαντικός conclusive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικοί — περαντικός conclusive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικούς — περαντικός conclusive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)